ἀλεκτόρειος

ἀλεκτόρειος
ἀλεκτόρ-ειος, ον, ([etym.] ἀλέκτωρ)
A of a fowl,

κόπρος Aët.2.118

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλεκτόρειος — ἀλεκτόρειος, ον (ΑΜ) [ἀλέκτωρ] αυτός που ανήκει σε κόκορα ή κότα ή προέρχεται από αυτά …   Dictionary of Greek

  • ἀλεκτόρειον — ἀλεκτόρειος of a fowl masc/fem acc sg ἀλεκτόρειος of a fowl neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεκτόρεια — ἀλεκτόρειος of a fowl neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… …   Dictionary of Greek

  • αλεκτρυόνειος — ἀλεκτρυόνειος, ον (Α) [ἀλεκτρυών] ο αλεκτόρειος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”